αυτοφθορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοφθορισμός < αυτο- + φθορισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική autofluorescence)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοφθορισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) φθορισμός που προκαλείται μόνος του, χωρίς εξωτερική επέμβαση
- (ιατρική, οφθαλμολογία) ειδική απεικονιστική οφθαλμολογική εξέταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοφθορισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)