αυτοχθονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοχθονικός η αυτοχθονική το αυτοχθονικό
      γενική του αυτοχθονικού της αυτοχθονικής του αυτοχθονικού
    αιτιατική τον αυτοχθονικό την αυτοχθονική το αυτοχθονικό
     κλητική αυτοχθονικέ αυτοχθονική αυτοχθονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοχθονικοί οι αυτοχθονικές τα αυτοχθονικά
      γενική των αυτοχθονικών των αυτοχθονικών των αυτοχθονικών
    αιτιατική τους αυτοχθονικούς τις αυτοχθονικές τα αυτοχθονικά
     κλητική αυτοχθονικοί αυτοχθονικές αυτοχθονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοχθονικός < αυτόχθονας + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτοχθονικός

  1. που έχει σχέση με τον αυτόχθονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. άλλη μορφή του αυτόχθονας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]