αυτόφωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτόφωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτόφωρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτόφωρο ουδέτερο
- κοινή ονομασία των ειδικών δικαστηρίων που δικάζουν, άμεσα, δράστες που συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω
- οδήγησαν τους δράστες στο αυτόφωρο
- (συνεκδοχικά) το εύλογο χρονικό διάστημα, από τη στιγμή της εκτέλεσης κάποιου αδικήματος, κατά το οποίο ο νόμος ορίζει ότι η σύλληψη γίνεται επ' αυτοφώρω
- κρύφτηκε σε κάτι χαμόσπιτα μέχρι να περάσει το αυτόφωρο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φωρ, για άλλες συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αυτόφωρο