αυτοφωράκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτοφωράκιας | οι | αυτοφωράκηδες |
γενική | του | αυτοφωράκια | των | αυτοφωράκηδων |
αιτιατική | τον | αυτοφωράκια | τους | αυτοφωράκηδες |
κλητική | αυτοφωράκια | αυτοφωράκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοφωράκιας αρσενικό
- (νεολογισμός) άτομο που παρουσιάζεται ως υπεύθυνος νυχτερινού κέντρου ώστε να κλειστεί προσωρινά στο αυτόφωρο, αντί του πραγματικού υπευθύνου, σε περιπτώσεις αυτόφωρης δίωξης λόγω παραβίασης του ωραρίου λειτουργίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοφωράκιας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)