αφειδώλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφειδώλευτος < α- (στερητικό) + φειδωλός (=αυτός που ξοδεύει ή κάνει κάτι με φειδώ, με μέτρο)
Επίθετο[επεξεργασία]
αφειδώλευτος, -η, -ο
- αυτός που παρέχεται απλόχερα, χωρίς φειδώ, δηλαδή χωρίς οικονομία, χωρίς μέτρο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφειδώλευτος
|