αχάραχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχάραχτος < αχάρακτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχάρακτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αχάραχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αχάρακτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη χαράσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχάραχτος
|