αχιόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αχιόνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει χιονίσει πάνω του ή κατά τη διάρκειας του
- αχιόνιστο μέρος, αχιόνιστο Δωδεκαήμερο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχιόνιστος
|