αχλωρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχλωρωτικός η αχλωρωτική το αχλωρωτικό
      γενική του αχλωρωτικού της αχλωρωτικής του αχλωρωτικού
    αιτιατική τον αχλωρωτικό την αχλωρωτική το αχλωρωτικό
     κλητική αχλωρωτικέ αχλωρωτική αχλωρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχλωρωτικοί οι αχλωρωτικές τα αχλωρωτικά
      γενική των αχλωρωτικών των αχλωρωτικών των αχλωρωτικών
    αιτιατική τους αχλωρωτικούς τις αχλωρωτικές τα αχλωρωτικά
     κλητική αχλωρωτικοί αχλωρωτικές αχλωρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχλωρωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αχλωρωτικός, -η, -ο

  • (βιολογία): αυτός που στερείται χλωροφύλλης.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]