αἰδοῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | αἰδοῖον | τὰ | αἰδοῖᾰ |
γενική | τοῦ | αἰδοίου | τῶν | αἰδοίων |
δοτική | τῷ | αἰδοίῳ | τοῖς | αἰδοίοις |
αιτιατική | τὸ | αἰδοῖον | τὰ | αἰδοῖᾰ |
κλητική ὦ! | αἰδοῖον | αἰδοῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰδοίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰδοίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰδοῖον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αἰδοῖος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αἰδοῖον ουδέτερο
- (κυρίως στον πληθυντικό και έναρθρο: τὰ αἰδοῖα) το γεννητικό όργανο (άνδρα ή γυναίκας), τα απόκρυφα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)