αὔξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὔξη αἱ αὖξαι
      γενική τῆς αὔξης τῶν αὐξῶν
      δοτική τῇ αὔξ ταῖς αὔξαις
    αιτιατική τὴν αὔξην τὰς αὔξᾱς
     κλητική ! αὔξη αὖξαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὔξ
γεν-δοτ τοῖν  αὔξαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αὔξη < αὔξω (αὐξάνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αὔξη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αὔξω

Πηγές[επεξεργασία]