βακτηρίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βακτηρίδιον | τὰ | βακτηρίδιᾰ |
γενική | τοῦ | βακτηριδίου | τῶν | βακτηριδίων |
δοτική | τῷ | βακτηριδίῳ | τοῖς | βακτηριδίοις |
αιτιατική | τὸ | βακτηρίδιον | τὰ | βακτηρίδιᾰ |
κλητική ὦ! | βακτηρίδιον | βακτηρίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βακτηριδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βακτηριδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βακτηρίδιον < βακτηρία + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βακτηρίδιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)