βαμβακουργία
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βαμβακουργία | βαμβακουργίες |
γενική | βαμβακουργίας | βαμβακουργιών |
αιτιατική | βαμβακουργία | βαμβακουργίες |
κλητική | βαμβακουργία | βαμβακουργίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαμβακουργία < βαμβάκι + -ουργία (< αρχαία ελληνική ἔργον)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαμβακουργία θηλυκό
- η επεξεργασία ή η κατεργασία βαμβακιού, με σκοπό την δημιουργία κλωστών, καθώς και η σχετική βιομηχανία ή βιοτεχνία
- Σημαντική ανάπτυξη πωλήσεων και κερδών σημείωσαν οι ιχθυοκαλλιέργειες το 2007, ενώ αντίθετα τα εκκοκκιστήρια και λοιπές επιχειρήσεις της βαμβακουργίας κατέγραψαν σημαντική πτώση πωλήσεων εμφανίζοντας ζημιές, ενώ το 2006 ήταν κερδοφόρες, σύμφωνα με μελέτη της ICAP για τον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα. (*)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαμβακουργία