βαραθρώδης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βαραθρώδης, -ης, -ες
- αυτός που έχει μορφή βάραθρου
- περιοχή με βάραθρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαραθρώδης
|