βαρβατότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρβατότητα < βαρβάτος + -ότητα < (ελληνιστική κοινή) βαρβᾶτος < λατινική barbatus < barba < *farba < πρωτοϊταλική *farβā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂ (γένι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρβατότητα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρβατότητα
|