βαρυφορτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή του βαρυφορτώνω, βαρυφορτώνομαι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : laden (en) (προφορά: /ˈleɪd(ə)n/), laden with (en)