βενζολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βενιζελικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βενζολικός η βενζολική το βενζολικό
      γενική του βενζολικού της βενζολικής του βενζολικού
    αιτιατική τον βενζολικό τη βενζολική το βενζολικό
     κλητική βενζολικέ βενζολική βενζολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βενζολικοί οι βενζολικές τα βενζολικά
      γενική των βενζολικών των βενζολικών των βενζολικών
    αιτιατική τους βενζολικούς τις βενζολικές τα βενζολικά
     κλητική βενζολικοί βενζολικές βενζολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βενζολικός < βενζόλιο + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βενζολικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]