βιβλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιβλικός | η | βιβλική | το | βιβλικό |
γενική | του | βιβλικού | της | βιβλικής | του | βιβλικού |
αιτιατική | τον | βιβλικό | τη | βιβλική | το | βιβλικό |
κλητική | βιβλικέ | βιβλική | βιβλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιβλικοί | οι | βιβλικές | τα | βιβλικά |
γενική | των | βιβλικών | των | βιβλικών | των | βιβλικών |
αιτιατική | τους | βιβλικούς | τις | βιβλικές | τα | βιβλικά |
κλητική | βιβλικοί | βιβλικές | βιβλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βιβλικός -ή -ό
- (θρησκεία): ο σχετικός με την Βίβλο ή σε πρόσωπα και γεγονότα που αναφέρονται σ΄αυτή