βλασφημία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλασφημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλασφημία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vla.sfiˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλα‐σφη‐μί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλασφημία θηλυκό
- λόγος προσβλητικός για το Θεό ή τα ιερά πρόσωπα
- ※ Καὶ ἂν κάμω κατὰ τὴν ζωὴ τὸ μάτι μου νὰ στρίψω, / Μιὰ βλασφημία δὲν μπορῶ ἀφ' τὸν Θεὸ νὰ κρύψω. (Παναγιώτης Συνοδινός, Εις το λεύκωμα (album) ενός φίλου μου)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άπαγε της βλασφημίας: (αρχαιοπρεπές) μη βλασφημείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλασφημία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βλασφημία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)