βλαχόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βλαχόφωνος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα βλάχικα
- ※ η απόκτηση διαβατηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πολύ ελκυστική για τους βλαχόφωνους της Αλβανίας
- «Ο βλαχόφωνος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18
- ※ η απόκτηση διαβατηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι πολύ ελκυστική για τους βλαχόφωνους της Αλβανίας
- (λαϊκότροπο) που κατοικείται ή αποτελείται από άτομα που μιλούν την βλάχικη
- ⮡ τα βλαχόφωνα χωριά της Ελλάδος