βορειοειρηνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοειρηνικός η βορειοειρηνική το βορειοειρηνικό
      γενική του βορειοειρηνικού της βορειοειρηνικής του βορειοειρηνικού
    αιτιατική τον βορειοειρηνικό τη βορειοειρηνική το βορειοειρηνικό
     κλητική βορειοειρηνικέ βορειοειρηνική βορειοειρηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοειρηνικοί οι βορειοειρηνικές τα βορειοειρηνικά
      γενική των βορειοειρηνικών των βορειοειρηνικών των βορειοειρηνικών
    αιτιατική τους βορειοειρηνικούς τις βορειοειρηνικές τα βορειοειρηνικά
     κλητική βορειοειρηνικοί βορειοειρηνικές βορειοειρηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βορειοειρηνικός < βόρειος + Ειρηνικός (ωκεανός)

Επίθετο[επεξεργασία]

βορειοειρηνικός

  • ο σχετικός με το Βόρειο Ειρηνικό ωκεανό (έκταση, χώρες, νησιά, λιμένες, αεροδρόμια κ.λπ.)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]