βου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βου < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βου ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο δεύτερος από τους εφτά φθόγγους της βυζαντινής μουσικής κλίμακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βου
|
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται πηγή)
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- βου < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοάω / βοώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βου αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το βόδι
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- ο βου - βούε (πληθυντικός τα βόδια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βουκόλε (αρσενικό)
- βουκολείε (ουδέτερο)
- βουκολούδι (ουδέτερο)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- βου < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος βοάω / βοῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]βου
- κλαίω, θρηνώ
- (μεταφορικά) τρεμοσβήνω (για άστρα, φωτιά: σαν να κλαίνε)
- λυπάμαι κάποιον, συμπονώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Ρηματικοί τύποι
[επεξεργασία]- είνι βούντα (κλαίνε, κυριολεκτικά: είναι κλαίοντα)
- έκι βούα, έκι βούντα (έκλαιγε, λυπόταν)
- εβάκα (λυπήθηκα)
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ.195.jpg, τόμ.1 - , Τόμος 1ος@academyofathens, σελ.196.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τσακωνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (τσακωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (τσακωνικά)
- Τσακωνικά
- Ουσιαστικά (τσακωνικά)
- Θηλαστικά (τσακωνικά)
- Ζώα (τσακωνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη δωρική διάλεκτο (τσακωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη δωρική διάλεκτο (τσακωνικά)
- Ρήματα (τσακωνικά)
- Μεταφορικοί όροι (τσακωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)