βουτηχτάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουτηχτάρα οι βουτηχτάρες
      γενική της βουτηχτάρας των βουτηχτάρων
    αιτιατική τη βουτηχτάρα τις βουτηχτάρες
     κλητική βουτηχτάρα βουτηχτάρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βουτηχτάρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουτηχτάρα < βουτηχτής + -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτηχτάρα θηλυκό

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]