βροχομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βροχομετρικός < βροχόμετρο + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βροχομετρικός, -ή, -ό
- (μετεωρολογία) ο σχετικός με βροχόμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βροχομετρικός
|