γέεννα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γέεννα < από το εβραϊκό ge-hinnom, (גיא בן הנם ou גיא בן הנום) η κοιλάδα του Εννώμ, κοντά στην Ιερουσαλήμ, στην οποία έθαβαν τα πτώματα των μεγαλύτερων εγκληματιών.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γέεννα θηλυκό
- Κόλαση που διαρκεί αιώνια, και δεν έχει τέλος, η παντοτινή τιμωρία.