γαργαλητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαργαλητό < γαργαλώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαργαλητό ουδέτερο
- η ενέργεια του γαργαλάω αλλά και το αίσθημα που βιώνει εκείνος που τον γαργαλούν (κνησμός, φαγούρα, αντανακλαστική ανάγκη να γελάσει, ερεθισμό ή ερωτική διέγερση)
- το συνεχές γαργάλημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαργαλητό