γιουβαρλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιουβαρλάκι | τα | γιουβαρλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιουβαρλάκι | τα | γιουβαρλάκια |
κλητική | γιουβαρλάκι | γιουβαρλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιουβαρλάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yuvarlak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιουβαρλάκι ουδέτερο
- μείγμα από κιμά και ρύζι με σφαιρικό σχήμα
- (γαστρονομία, στον πληθυντικό) γιουβαρλάκια: το φαγητό από τέτοια σφαιρίδια με άσπρη σάλτσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιουβαρλάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)