Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκαβά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γκαβά
      γενική των γκαβών
    αιτιατική τα γκαβά
     κλητική γκαβά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαβά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκαβός στον πληθυντικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡaˈva/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκαβά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκαβά ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γκαβά