γκοφρέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκοφρέτα οι γκοφρέτες
      γενική της γκοφρέτας των γκοφρετών
    αιτιατική την γκοφρέτα τις γκοφρέτες
     κλητική γκοφρέτα γκοφρέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκοφρέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gaufrette + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡoˈfɾe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκο‐φρέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκοφρέτα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]