γνωμηγήτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνωμηγήτορας αρσενικό
- (νεολογισμός) αυτός (άνθρωπος ή παράγοντας) που διαμορφώνει την κοινή γνώμη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνωμηγήτορας