γουνοτεχνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣu.no.teˈxni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐νο‐τε‐χνί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουνοτεχνίτης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο γουνοποιός → δείτε και γουναράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουνοτεχνίτης
|