γραβατωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γραβατωμένος
- που φοράει γραβάτα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραβατωμένος
|