γυρότραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γυρότραφος
- (αναφερόμενο συνήθως σε χωράφι, περιβόλι ή κήπο) που έχει γύρω του κάποιο χαμηλόκτιστο τοίχο[1] ή χαντάκι, που έχει κάποιο φράκτη
- ※ Περβόλι μου γυρότραφο και μέσα καντιφέδες πο την καρδιά μου σ' αγαπώ δεν κάνω εγώ χιλέδες («Ό,τι σκεπάζει ο ουρανός»)
- ※ Περβόλι μου γυρότραφο πως σ' έχω γκαρεμένο με κλαηματα και με καημούς μα 'συ 'σαι ανθισμένο (μαντινάδα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γυρότραφος
|