γυρότραφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυρότραφος η γυρότραφη το γυρότραφο
      γενική του γυρότραφου της γυρότραφης του γυρότραφου
    αιτιατική τον γυρότραφο τη γυρότραφη το γυρότραφο
     κλητική γυρότραφε γυρότραφη γυρότραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυρότραφοι οι γυρότραφες τα γυρότραφα
      γενική των γυρότραφων των γυρότραφων των γυρότραφων
    αιτιατική τους γυρότραφους τις γυρότραφες τα γυρότραφα
     κλητική γυρότραφοι γυρότραφες γυρότραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυρότραφος < γύρω + τάφρος

Επίθετο[επεξεργασία]

γυρότραφος

  • (αναφερόμενο συνήθως σε χωράφι, περιβόλι ή κήπο) που έχει γύρω του κάποιο χαμηλόκτιστο τοίχο[1] ή χαντάκι, που έχει κάποιο φράκτη
    ※  Περβόλι μου γυρότραφο και μέσα καντιφέδες πο την καρδιά μου σ' αγαπώ δεν κάνω εγώ χιλέδες («Ό,τι σκεπάζει ο ουρανός»)
    ※  Περβόλι μου γυρότραφο πως σ' έχω γκαρεμένο με κλαηματα και με καημούς μα 'συ 'σαι ανθισμένο (μαντινάδα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Η Ελληνική γλώσσα και η ιστορία της. Αθήνα - Θεσαλονίκη 2003, Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνση Διεθνών Εκπαιδευτικών Σχέσεων, Τμήμα Β΄, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας[1]