διάτομα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | διάτομα | ||
γενική | των | διατόμων | ||
αιτιατική | τα | διάτομα | ||
κλητική | διάτομα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάτομα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diatomées < αρχαία ελληνική διάτομος < διά + τέμνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάτομα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βιολογία) μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί (φύκη) που εμφανίζονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε θαλάσσια οικοσυστήματα ή αλλού
[επεξεργασία]
- διατομίτης
- → δείτε τις λέξεις διά, άτομο και τέμνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
διάτομα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)