διασάλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασάλευση | οι | διασαλεύσεις |
γενική | της | διασάλευσης* | των | διασαλεύσεων |
αιτιατική | τη | διασάλευση | τις | διασαλεύσεις |
κλητική | διασάλευση | διασαλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασάλευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διασάλευση θηλυκό
- η αναστάτωση, το τράνταγμα, συνήθως της έννομης τάξης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασάλευση