Μετάβαση στο περιεχόμενο

διασάφησις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασάφησῐς αἱ διασαφήσεις
      γενική τῆς διασαφήσεως τῶν διασαφήσεων
      δοτική τῇ διασαφήσει ταῖς διασαφήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διασάφησῐν τὰς διασαφήσεις
     κλητική ! διασάφησῐ διασαφήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασαφήσει
γεν-δοτ τοῖν  διασαφησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασάφησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασαφέω / διασαφῶ, διασαφη- + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διασάφησις, -εως θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]