διασυμμαχικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασυμμαχικός < δια- + συμμαχικός
Επίθετο
[επεξεργασία]διασυμμαχικός
- ο σχετικός με πολλά σύμμαχα κράτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασυμμαχικός
|