διασυμπερίληψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασυμπερίληψη | οι | διασυμπεριλήψεις |
γενική | της | διασυμπερίληψης* | των | διασυμπεριλήψεων |
αιτιατική | τη | διασυμπερίληψη | τις | διασυμπεριλήψεις |
κλητική | διασυμπερίληψη | διασυμπεριλήψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασυμπεριλήψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διασυμπερίληψη < δια- + συμπερίληψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transclusion)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διασυμπερίληψη θηλυκό
- (πληροφορική) λειτουργία ενσωμάτωσης ή συμπερίληψης τμήματος σελίδας υπερκειμένου σε άλλες υπερσελίδες ταυτόχρονα μέσω αναφοράς και όχι αντιγραφής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διασυμπερίληψη
- ↑ Το πρόθημα διά εδώ έχει το νόημα της πολλαπλότητας, όπως στις λέξεις διαεπιστημονικός, διαδημοτικός , διαδίδω, διαδίκτυο, διάκοσμος, διανομή, διάχυτος, διατρέχω κτλ. Γι'αυτό και ξεχωρίζει από την απλή συμπερίληψη που σαν όρος δεν μεταφέρει αυτήν την πολλαπλότητα της ενέργειας.