δικαιοκρισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιοκρισία < ελληνιστική κοινή δικαιοκρισία < δῐκαιοκρῐ́της < αρχαία ελληνική δίκαιος + κρίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ce.o.kɾiˈsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιοκρισία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δικαιοκρίτης, δίκαιος και κρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιοκρισία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)