διοχετεύσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διοχετεύσιμος η διοχετεύσιμη το διοχετεύσιμο
      γενική του διοχετεύσιμου της διοχετεύσιμης του διοχετεύσιμου
    αιτιατική τον διοχετεύσιμο τη διοχετεύσιμη το διοχετεύσιμο
     κλητική διοχετεύσιμε διοχετεύσιμη διοχετεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διοχετεύσιμοι οι διοχετεύσιμες τα διοχετεύσιμα
      γενική των διοχετεύσιμων των διοχετεύσιμων των διοχετεύσιμων
    αιτιατική τους διοχετεύσιμους τις διοχετεύσιμες τα διοχετεύσιμα
     κλητική διοχετεύσιμοι διοχετεύσιμες διοχετεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διοχετεύσιμος < διοχετεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

διοχετεύσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]