Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διπλοκάρενος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διπλοκάρεν
ος
η
διπλοκάρεν
η
το
διπλοκάρεν
ο
γενική
του
διπλοκάρεν
ου
της
διπλοκάρεν
ης
του
διπλοκάρεν
ου
αιτιατική
τον
διπλοκάρεν
ο
τη
διπλοκάρεν
η
το
διπλοκάρεν
ο
κλητική
διπλοκάρεν
ε
διπλοκάρεν
η
διπλοκάρεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διπλοκάρεν
οι
οι
διπλοκάρεν
ες
τα
διπλοκάρεν
α
γενική
των
διπλοκάρεν
ων
των
διπλοκάρεν
ων
των
διπλοκάρεν
ων
αιτιατική
τους
διπλοκάρεν
ους
τις
διπλοκάρεν
ες
τα
διπλοκάρεν
α
κλητική
διπλοκάρεν
οι
διπλοκάρεν
ες
διπλοκάρεν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
διπλοκάρενος
<
διπλο-
+
καρέν(α)
+
-ος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
διπλοκάρενος
, -η, -ο
(
ναυτικός όρος
,
ναυπηγικός όρος
,
ιδιωματισμός
)
άλλη μορφή
του
διπλοκάρινος
≈
συνώνυμα
:
διπλοτρόπιδος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
διπλοκάρενος
→
δείτε
τη
λέξη
διπλοκάρινος
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα διπλο- (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διπλοκάρενος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος