δουκάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δουκάτο | τα | δουκάτα |
γενική | του | δουκάτου | των | δουκάτων |
αιτιατική | το | δουκάτο | τα | δουκάτα |
κλητική | δουκάτο | δουκάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουκάτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δουκάτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νόμισμα
|
χώρα ή περιοχή