δρωτήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρωτήρι | τα | δρωτήρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δρωτήρι | τα | δρωτήρια |
κλητική | δρωτήρι | δρωτήρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρωτήρι < ελληνιστική κοινή ἱδρωτήριον < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρωτήρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (οικείο) (συνήθως στον πληθυντικό: δρωτήρια) δερματικό εξάνθημα ή ερεθισμός από τον ιδρώτα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ιδρώτας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρωτήρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)