δυσετυμολόγητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δυσετυμολόγητος, -η, -ο
- που ετυμολογείτει δύσκολα
- ※ Οι σύνθετες ή παράγωγες λέξεις θεωρούνται περιπτώσεις εύκολης ετυμολόγησης καθώς χαρακτηρίζονται από διαφανή δομή. Γι’ αυτό άλλωστε η σύγχρονη ετυμολογία τις εντάσσει στις ευετυμολόγητες λέξεις σε αντιδιαστολή προς τις δυσετυμολόγητες. (Γεωργία Καλτσούδα, «Επανετυμολογήσεις του κοινού νεοελληνικού λεξιλογίου: αξιοποιώντας το σημασιολογικό κριτήριο στην ετυμολογική έρευνα», Λεξικογραφικόν Δελτίον, 27–28 (Αθήνα 2023) 104)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσετυμολόγητος
|