δυσπροσέγγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσπροσέγγιστος < δυσ- + προσεγγίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσπροσέγγιστος
- που δύσκολα προσεγγίζεται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσπροσέγγιστος
|