εγγυητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εγγυητής | οι | εγγυητές |
γενική | του | εγγυητή | των | εγγυητών |
αιτιατική | τον | εγγυητή | τους | εγγυητές |
κλητική | εγγυητή | εγγυητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγγυητής < αρχαία ελληνική ἐγγυητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγγυητής αρσενικό (θηλυκό: εγγυήτρια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εγγυητήριος
- εγγυητικός
- εγγυήτρια
- τριτεγγύηση
- τριτεγγυητής
- τριτεγγυήτρια
- → δείτε τη λέξη εγγυώμαι