εγχρήματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχρήματος η εγχρήματη το εγχρήματο
      γενική του εγχρήματου της εγχρήματης του εγχρήματου
    αιτιατική τον εγχρήματο την εγχρήματη το εγχρήματο
     κλητική εγχρήματε εγχρήματη εγχρήματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχρήματοι οι εγχρήματες τα εγχρήματα
      γενική των εγχρήματων των εγχρήματων των εγχρήματων
    αιτιατική τους εγχρήματους τις εγχρήματες τα εγχρήματα
     κλητική εγχρήματοι εγχρήματες εγχρήματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγχρήματος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

εγχρήματος, -η, -ο

  1. που έχει να κάνει με χρήματα
    η ανάπτυξη και η επέκταση των εγχρήματων συναλλαγών στην οικονομική σφαίρα διευκόλυνε τη διατήρηση της αξίας του χρήματος και τη μέτρησή του έναντι του πιο πολύπλοκου αντιπραγματισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]