εγχρήματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγχρήματος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εγχρήματος, -η, -ο
- που έχει να κάνει με χρήματα
- η ανάπτυξη και η επέκταση των εγχρήματων συναλλαγών στην οικονομική σφαίρα διευκόλυνε τη διατήρηση της αξίας του χρήματος και τη μέτρησή του έναντι του πιο πολύπλοκου αντιπραγματισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγχρήματος
|