εικονολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονολογικός η εικονολογική το εικονολογικό
      γενική του εικονολογικού της εικονολογικής του εικονολογικού
    αιτιατική τον εικονολογικό την εικονολογική το εικονολογικό
     κλητική εικονολογικέ εικονολογική εικονολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονολογικοί οι εικονολογικές τα εικονολογικά
      γενική των εικονολογικών των εικονολογικών των εικονολογικών
    αιτιατική τους εικονολογικούς τις εικονολογικές τα εικονολογικά
     κλητική εικονολογικοί εικονολογικές εικονολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικονολογικός < εικονολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εικονολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]