εκφυλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκφυλισμένος η εκφυλισμένη το εκφυλισμένο
      γενική του εκφυλισμένου της εκφυλισμένης του εκφυλισμένου
    αιτιατική τον εκφυλισμένο την εκφυλισμένη το εκφυλισμένο
     κλητική εκφυλισμένε εκφυλισμένη εκφυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκφυλισμένοι οι εκφυλισμένες τα εκφυλισμένα
      γενική των εκφυλισμένων των εκφυλισμένων των εκφυλισμένων
    αιτιατική τους εκφυλισμένους τις εκφυλισμένες τα εκφυλισμένα
     κλητική εκφυλισμένοι εκφυλισμένες εκφυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφυλισμένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος εκφυλίζω.

Μετοχή[επεξεργασία]

εκφυλισμένος, -η, -ο

  1. για κάποιον ή κάτι που υπέστη εκφυλισμό
  2. (γενετική) με περισσότερα από ένα κωδικόνια που κωδικοποιούν ένα ορισμένο αμινοξύ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]