εκφυλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εκφυλισμένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος εκφυλίζω.
Μετοχή[επεξεργασία]
εκφυλισμένος, -η, -ο
- για κάποιον ή κάτι που υπέστη εκφυλισμό
- (γενετική) με περισσότερα από ένα κωδικόνια που κωδικοποιούν ένα ορισμένο αμινοξύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφυλισμένος