ελευθεριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ελευθεριακός < ελευθερία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
- που θεωρεί πρωταρχική αξία την ελευθερία
- (πολιτική) που αφορά το ελευθεριακό σοσιαλιστικό κίνημα, αρχές ή φιλοσοφία, ελευθεριακός σοσιαλισμός
- ※ Η πολιτική σκέψη του Παπανδρέου εντάσσεται στην ευρύτερη παράδοση του ελευθεριακού σοσιαλισμού ( libertarian Socialism ) ... Τον Παπανδρέου έχει βαθιά επηρεάσει ο ριζοσπαστικός , αριστερός , ελευθεριακός αμερικανικός τρόπος σκέψης (Νικόλας Κ. Λάος, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου: Ο προοδευτικός στοχαστής, ο πρωτότυπος ακαδημαϊκός εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ. 59)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελευθεριακός