ελληνόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελληνόφωνος < ελληνο- (< Έλληνας) + φωνή
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1859
Επίθετο
[επεξεργασία]ελληνόφωνος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που μιλά τα ελληνικά
- που κατοικείται ή αποτελείται από άτομα που μιλούν την ελληνική
- ⮡ οι ελληνόφωνες περιοχές της Σικελίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελληνόφωνος